γυψωτής

γυψωτής
γυψ-ωτής, οῦ, ,
A plasterer, EM811.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυψωτής — plasterer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο …   Dictionary of Greek

  • γυψωτής — ο αυτός που εργάζεται με γύψο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”